- κουρογονίη
- κουρογονίαbegetting of boysfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουρογονία — κουρογονία, ιων. τ. κουρογονίη, ἡ (Α) η γέννηση αρσενικών παιδιών, αρρενογονία («κουρογονίη καὶ θηλυγονίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, τεκνο γονία] … Dictionary of Greek